κατοικοῦσιν

κατοικοῦσιν
κατοικέω
settle in
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
κατοικέω
settle in
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)
κατοικέω
settle in
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
κατοικέω
settle in
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • NABATHAEA — regio orientalis, Barraab Sarracenis, teste Moletiô. Eustath. Η῾ Ναβαταία πολύανδρος οὖσα ἡ χώρα, καὶ ἔυβοτος. Videtur legendum πολύαρνος. Est enim regio frugum inops, plena pecorum, teste Hieronymô. Populi Nabathaei, a Nabaioth Ismaelis filio,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • πυγμαίος — α, ο / πυγμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος 2. κοντόσωμος, μικρόσωμος νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι κάθε ανθρώπινη ομάδα τής οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”